- Πολυφείδης
- Πολυφείδηςmasc acc pl (attic epic doric)Πολυφείδηςmasc nom/voc pl (doric aeolic)Πολυφείδηςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυφειδής — very sparing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφειδής — ές, Μ εξαιρετικά φειδωλός, οικονόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φειδής (< φείδομαι), πρβλ. βιο φειδής] … Dictionary of Greek
Πολυφείδεα — Πολυφείδης masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολυφείδεος — Πολυφείδης masc gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Polypheides — (griechisch Πολυφείδης = der sehr Sparsame) war in der griechischen Mythologie der Sohn des Mantios, der Bruder des Kleitos und der Vater des Theoklymenos. Nach dem Tode des Amphiaraos galt er als größter Seher des Apollon. Er entzweite sich … Deutsch Wikipedia
ПОЛИФИД — • Polyphĭdes, Πολυφείδης, см. Melampus, Мелампод … Реальный словарь классических древностей
МЕЛАМПОД — • Melampus, Μελάμπους, сын Амифаона, брат Бианта. Он был древнейшим предсказателем и вместе с тем занимался врачеванием посредством тайных умилостивительных жертвоприношений; он же считался основателем Дионисова культа в Греции. Hdt.… … Реальный словарь классических древностей
αφειδής — ές (AM ἀφειδής, ές) Ι. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δαπανά, που ξοδεύει χωρίς φειδώ, γενναιόδωρος ή σπάταλος 2. (για πράγματα) αυτός που παρέχεται ή συντελείται χωρίς φειδώ, άφθονος II. επίρρ. αφειδώς 1. χωρίς φειδώ, απλόχερα 2. αλύπητα, χωρίς… … Dictionary of Greek